- θυελλοπούλι
- τοζωολ. γένος ρινοτρυπόμορφων πτηνών τής οικογένειας procellariidae.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + -πούλι (< πουλί), πρβλ. νυχτο-πούλι, χαζο-πούλι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… … Dictionary of Greek
φούλμαρος — ο, Ν ζωολ. γένος ρινοτρυπόμορφων πτηνών τής οικογένειας procellariidae, που είναι γνωστό με την κοινή ονομασία θυελλοπούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. fulmar, λ. σκανδιναβικής προέλευσης] … Dictionary of Greek